«Θα έχουμε πάντα το Παρίσι»

Θερινό σινεμά, αγιόκλημα και γιασεμί, πάνινες καρέκλες και τραπεζάκια, μια μυρωδάτη αυλή. Τα φώτα σβήνουν, οι πρώτες δέσμες φωτός χαϊδεύουν τον τοίχο που εκτελεί χρέη οθόνης.

Οι πρώτες μουσικές τρίλιες με τον τίτλο της ταινίας, μαζί και ο βόμβος της μηχανής προβολής. Ένα γνώριμο τρίξιμο από τα χαλίκια, επακόλουθο αγχωμένου και βιαστικού βηματισμού κάποιου αργοπορημένου θεατή.

Η ταινία αρχίζει και μαζί της ταξιδεύουμε σε αχαρτογράφητα νερά. Το σινεμά είναι μια κατάσταση που βιώνουμε όσο διαρκεί μία ταινία. Κάποιες ταινίες μας απασχολούν για αρκετό διάστημα, ώσπου να γίνουν θραύσμα μνήμης. Χρόνος μέσα στο χρόνο.

Ένας ολόκληρος κόσμος, φτιαγμένος από μαγεία, δέσμες φωτός, οπτικά εφέ, μουσικά μοτίβα. Ένα παραμύθι, μια ιστορία υπαρκτή ή ανύπαρκτη με δική της ροή, δικές της αλήθειες, που μας τυλίγει στον ιστό της.

Όλες μας οι αισθήσεις σε εγρήγορση, όραση, ακοή, όσφρηση, αφή – ανεπαίσθητες μαρμαρυγές που προκαλεί το αεράκι πάνω στο δέρμα, γεύση από δροσιστική γρανίτα. Από πάνω ο ουράνιος θόλος, το μεγάλο σκηνικό κι εμείς  κουκίδες μπροστά σε μια φωτεινή οθόνη. Μια στιγμή συμπαντικής αρμονίας.

Μπήκα σε θερινό σινεμά για πρώτη φορά, μικρό κορίτσι, κρατώντας το χέρι του πατέρα μου για να δω την Αλίκη στο ναυτικό. 

Ήταν έρωτας από την πρώτη στιγμή. «Και ζήλεψα τη βάρκα τη μικρή τη χιονάτη / που της φιλούσε ο γλάρος το κατάλευκο πανί / Και νιώθω σα βαρκούλα στα γαλάζια τα πλάτη / που όλο περιμένει κάποιον γλάρο να φανεί…»

Αργότερα ως έφηβη, κρατώντας το χέρι ενός άγουρου έρωτα, είδα την Τζίλντα.

Μια θεϊκή Ρίτα Χέιγουορθ να τραγουδά «Put the Blame on Mame», χρεώνοντας με υπαινικτικό χιούμορ όλα τα στραβά αυτού του κόσμου σε μια femme fatale.

Θερινό σινεμαδάκι ως φοιτήτρια. Πολλές καλοκαιρινές βραδιές με σπουδαίες ταινίες που τις ακολουθούν παθιασμένες αναλύσεις.

Ιταλικός νεορεαλισμός, Ροσελίνι, Φελίνι αδερφοί Ταβιάνι, Βισκόντι, Μπερτολούτσι. Κάθε ταινία και μια πλημμυρίδα συναισθημάτων.

Ένας κόσμος που θέριεψε μπροστά στα μάτια μας και μετά έπαψε να υπάρχει ως τέτοιος, φωλιάζει όμως μέσα μας, μαζί με τη γλυκιά αίσθηση μιας μυρωδάτης νύχτας και μιας αυλής, σπάραγμα μνήμης ανεξίτηλο.

Νουβέλ Βαγκ, Ζαν-Λυκ Γκοντάρ,  Ερίκ Ρομέρ, Σαμπρόλ.

Ύστερα Λουίς Μπουνιουέλ, «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», «Que Viva Mexico» του Σεργκέι Αϊζενστάιν, Αντρέι Ταρκόφσκι «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν»,  Ίνγκμαρ Μπέργκμαν  «Άγριες φράουλες»,   Άλφρεντ Χίτσκοκ «Ψυχώ»,  Όρσον Γουέλς «Πολίτης Κέιν».

Τα χρόνια κυλούν σα νεράκι και πάλι τα καλοκαίρια μάς βρίσκουν σε μυρωδάτους κήπους, με καλύτερο, λόγω τεχνολογίας, εξοπλισμό, όμως η μαγεία είναι εκεί. Για δύο περίπου ώρες ζούμε χωρίς το άγχος της καθημερινότητας, σε άλλους κόσμους, μπαίνουμε στα παπούτσια άλλων ανθρώπων, περπατούμε σε άλλα τοπία, άλλες πόλεις, υπαρκτές ή φανταστικές, κλαίμε στα δράματα, γελάμε στις κωμωδίες, αγριευόμαστε στα θρίλερ, μένουμε έκπληκτοι στα science fiction.

“Ευγενικά ακουμπάμε δίπλα-δίπλα / γελάμε ή συγκινιόμαστε / ο διώκτης κι ο κυνηγημένος / ο βασανισμένος κι ο βασανιστής / ο εραστής κι ο σύζυγος. / Για δυο ώρες μοναχά μες στο σκοτάδι / ήρεμοι, άγνωστοι και φιλικοί.”* Σειρά τώρα έχουν ο βαλκάνιος Εμίρ Κουστουρίτσα, ο αστείρευτος Γούντι Άλεν, ο Κισλόφσκι, ο Βιμ Βέντερς, ο Κόπολα, ο Κεν Λόουτς, ο Κιαροστάμι, ο Φαραντί, ο Κουροσάβα…. και τόσοι άλλοι…

Οι εποχές έχουν αλλάξει, οι θερινοί κινηματογράφοι εξαφανίζονται από μια αχόρταγη, μοβόρα και πολιτιστικά απονευρωμένη «ανάπτυξη». Στη θέση τους υψώνονται πολυκατοικίες, Σούπερ Μάρκετ, πάρκινγκ, mall.

Η ανάγκη για πολιτισμό, αντικαθίσταται από μια μαζική κουλτούρα φτηνής κατανάλωσης. Μοναχικοί άνθρωποι καθισμένοι μπροστά σε μια οθόνη, μπορούν να παρακολουθήσουν τα πάντα, ή έτσι τουλάχιστον νομίζουν, αφού για να  επιλέξεις, πρέπει και να γνωρίζεις.

Αντίθετα το θερινό σινεμά συνδυάζει την έβδομη τέχνη με την κοινωνικότητα, ικανοποιεί την ανθρώπινη ανάγκη της συνεύρεσης και της πνευματικής επαφής σε ελεύθερους χώρους, κάτω από τ’  αστέρια. Πρόκειται για εμπειρία μοναδική,  για βίωμα  απελευθερωτικό.

Σε έναν κόσμο σαν το σημερινό στον οποίο κυριαρχεί το εφήμερο απέναντι στο διαχρονικό, το ατομικό απέναντι στο συλλογικό, η λεηλασία της φύσης και το μπετόν, το θερινό σινεμά ανταποκρίνεται σε μια βαθύτερη ανάγκη.

Στην ανάγκη να ξαναβρούμε το νήμα της κοινωνικότητας και της γνήσιας έκφρασης των συναισθημάτων, που συνθλίβονται στις μέρες μας σε μια πλήρως εμπορευματοποιημένη κοινωνία.

Πεισματικά επιλέγουμε θερινό σινεμαδάκι, για να λυτρώνουμε το νου και την ψυχή μας.

Κι αν κάτι μας πάει στραβά, εμείς, όπως λέει ο Rick στην  Ilsa στη θρυλική Καζαμπλάνκα, «θα έχουμε πάντα το Παρίσι».

*Τίτος Πατρίκιος

 

Τζένη Σιούτη 

Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *