Μονιμότητα, παλαιότητα και συγγένεια στην Αγία Μαρίνα
Επιλεγμένα αποσπάσματα σε συνέχειες από την τροποποιημένη μονογραφία (διδακτορική διατριβή) του Γιώργου Βοζίκα: «Η συνοικία της Αγίας Μαρίνας στην Ηλιούπολη και το πανηγύρι της. Η καθημερινή ζωή και ταυτότητα της πόλης», Αθήνα, 2009.
Η μονιμότητα, κύριο γνώρισμα της εγκατάστασης των κατοίκων στην Αγία Μαρίνα, είναι ένας πολύ σημαντικός λόγος για την ανάπτυξη και διατήρηση ποιοτικών κοινωνικών σχέσεων. Η εγκατάσταση με προοπτική μακροχρόνιας διαβίωσης στη γειτονιά και η εξίσου μακροχρόνια συγκατοίκηση στο ίδιο μέρος με τους ίδιους ανθρώπους ευνοούσε τέτοιου είδους σχέσεις. Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στα πρώτα χρόνια της γειτονιάς που απαιτούσαν την αλληλεγγύη και την κοινωνική επαφή μεταξύ των γειτόνων συνετέλεσαν στη δημιουργία ουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων. Ακόμη, η μεγάλη χρονική διάρκεια των σχέσεων με τους γείτονες, πράγμα το οποίο σήμαινε μια αλληλοπαρατήρηση των οικογενειών στην εξέλιξή τους και σε βάθος χρόνου, συνετέλεσε, επίσης, στην ανάπτυξη ποιοτικών κοινωνικών σχέσεων. Οι γείτονες στην Αγία Μαρίνα γνωρίζουν καλά την εξέλιξη, μέσα στο χρόνο, των οικογενειών που κατοικούν στο δρόμο τους, τα προβλήματα που αυτές αντιμετώπισαν κατά το παρελθόν και είναι από τους πρώτους που αναγνωρίζουν οποιαδήποτε αλλαγή στην καθημερινή ζωή των γειτονικών οικογενειών.
Μια κατηγορία που συνδέεται επίσης με τη μονιμότητα στο χώρο είναι η παλαιότητα. Η έννοια της παλαιότητας, όπως εξειδικεύεται στο πρόσωπο των παλιών κατοίκων, δεν έχει μόνο χρονική διάσταση, αλλά παράλληλα έχει εμπειρική, κοινωνική και πολιτισμική. Παλιός κάτοικος είναι αυτός ο οποίος μένει στην περιοχή από τα πρώτα χρόνια της οικιστικής συγκρότησης της συνοικίας μέχρι τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Στον καθημερινό λόγο των κατοίκων η έκφραση «παλιός κάτοικος» αποτυπώνει τις ανθρώπινες προσωπικές κοινωνικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν, κατά το παρελθόν, ανάμεσα στους γείτονες και, τελικά, συμπυκνώνει το ίδιο το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιεχόμενο της συνοικίας.
Οι κοινωνικές σχέσεις στη γειτονιά, σήμερα, εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ μέσω της πρώτης γενιάς των μεταναστών, οι οποίοι είναι και οι πρώτοι κάτοικοι της συνοικίας. Οι παλαιοί κάτοικοι είναι αυτοί που συνδέουν μέσω των κοινωνικών τους σχέσεων την οικογένειά τους, τα παιδιά και τα εγγόνια τους με τους γείτονες. Είναι αυτοί που φέρνουν τη γειτονιά μέσα στην οικογένεια και την οικογένεια έξω, στη γειτονιά. Ανταλλάσσουν επισκέψεις, προσκαλούνται στα ευχάριστα ή δυσάρεστα κοινωνικά γεγονότα, όπως είναι το στρώσιμο του νυφιάτικου κρεβατιού, οι γάμοι, οι κηδείες, τα μνημόσυνα κ.ά. Είναι αυτοί που γνωρίζουν το παρελθόν της γειτονιάς, την εξέλιξη της οικογένειας των γειτόνων και των παιδιών τους π.χ. πώς μεγάλωσαν, ποιους παντρεύτηκαν, πού μένουν τώρα, τι δουλειά κάνει ο άντρας ή η γυναίκα του παιδιού, ενώ κάποιοι από αυτούς έχουν αναπτύξει και συγγενικές σχέσεις. Οι πρώτοι κάτοικοι της Αγίας Μαρίνας είναι, κατά κάποιο τρόπο, το ζωντανό αρχείο και η μνήμη των κοινωνικών σχέσεων της συνοικίας.
Ο θάνατος ενός παλαιού κατοίκου δε σημαίνει για τη γειτονιά μόνο την απώλεια ενός ανθρώπου που γνώριζε πολλά για το παρελθόν της, αλλά, επιπλέον, σημαίνει και την ταυτόχρονη υποχώρηση όλου εκείνου του κοινωνικού και πολιτισμικού υπόβαθρου που συνέβαλε στη συγκρότηση της γειτονιάς μέχρι σήμερα. Κι όπως οι ίδιοι οι κάτοικοι λένε, «όταν ένας παλιός “φεύγει”, τότε χάνεται μαζί και η οικογένειά του», υπονοώντας με αυτό τη ρήξη ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, αφού η νεότερη γενιά δε διατηρεί πάντα την πυκνότητα της επαφής και την ποιότητα των σχέσεων που υπήρχαν στη γειτονιά κατά το παρελθόν. Η Ρ., παρά τις δυσκολίες τις οποίες έζησε στα πρώτα χρόνια που εγκαταστάθηκε στη συνοικία, αναπολεί με νοσταλγία τις κοινωνικές σχέσεις που είχαν κάποτε στη γειτονιά, τότε που αντάλλασσαν επισκέψεις και διοργάνωναν αυτοσχέδια γλέντια στην αυλή. Για την ίδια οι σημερινές κοινωνικές σχέσεις διαφέρουν σε σημαντικό βαθμό από τις παλαιότερες και σ’ αυτό παίζει μεγάλο ρόλο η σταδιακή μείωση, λόγω θνησιμότητας, των παλαιών κατοίκων της συνοικίας: «Πηγαίναμε, τρώγαμε το βράδυ μαζί, ή εκεί ή εδώ, έξω στην αυλή, που είχα εγώ αυλή. Καθόμασταν, καλαμπουρίζαμε όλη τη νύχτα. Ετούτο το χάλι το τωρινό, δεν ξέρω… Οι παλιοί άνθρωποι εν τω μεταξύ πεθάνανε...».
Σήμερα, χωρίς να έχουν εξαλειφθεί πλήρως τα χαρακτηριστικά των παλαιότερων κοινωνικών σχέσεων, η κοινωνική βάση της συνοικίας βαδίζει προς μια αναδιάταξη τόσο στο επίπεδο των ανθρώπων, όσο και στο επίπεδο των κοινωνικών και συμβολικών σχέσεων («οι σχέσεις αρχίζουν και κρυώνουν»). Οι σημερινές κοινωνικές σχέσεις στη γειτονιά, όπως αυτές διατηρούνται, είναι ο απόηχος των σχέσεων που είχαν δημιουργηθεί και αναπτυχθεί στα πρώτα σκληρά χρόνια της εγκατάστασης, όταν οι πολιτισμικές αξίες της συγγένειας, της τοπικότητας της συλλογικότητας ήταν ακόμη σε ισχύ. Αν η προηγούμενη ζωή της συνοικίας ήταν δημόσια και συλλογική, σήμερα έχει χάσει ένα μέρος από αυτό το χαρακτήρα της. Οι κάτοικοι στρέφονται προς την ιδιωτικότητα που δείχνει να επεκτείνεται ακόμη και στη μετακίνηση μέσα στο δημόσιο χώρο («Κλειστήκαμε μέσα. Κλειστήκαμε στο αυτοκίνητο. Τότε ο κόσμος περπατούσε»). Σε αυτό το μεταβατικό στάδιο ο διαμεσολαβητικός ρόλος των παλαιών κατοίκων αποδεικνύεται πολύ σημαντικός στην κοινωνική και πολιτισμική συγκρότηση της τοπικής ταυτότητας στη συνοικία.
Ένα άλλο στοιχείο το οποίο επέδρασε και εξακολουθεί να επιδρά στη διαμόρφωση της κοινωνικής φυσιογνωμίας της γειτονιάς είναι η συγγενειακή συγκρότησή της. Σε προηγούμενες ενότητες παρατηρήσαμε, με αφορμή διάφορα επιμέρους ζητήματα, ότι η αξία της συγγένειας δεν περιορίζεται στο επίπεδο της ιδεολογίας, αλλά υπεισέρχεται και στην πρακτική της καθημερινής ζωής. Αποτυπώνεται όχι μόνο στον τρόπο με τον οποίο είναι κοινωνικά διαρθρωμένη η οικοδομή στο εσωτερικό της (οικογενειακές πολυκατοικίες), αλλά και στον τρόπο με τον οποίο συγκροτούνται και κατοικούνται οι γειτονιές της συνοικίας. Κι αυτό γιατί οι πρώτοι κάτοικοι αγόραζαν οικόπεδα κοντά σε συγγενείς τους με αποτέλεσμα σε πολλές γειτονιές της συνοικίας να υπάρχουν σήμερα συγκεντρωμένοι αρκετοί συγγενείς.
Ο Β. ήρθε πρόσφατα γαμπρός στην Ηλιούπολη και μένει στη ίδια οικοδομή με τα πεθερικά του. Δίνει μια περιγραφή του τρόπου κατοίκησης της γειτονιάς του με βάση τη συγγένεια: «Απέναντι ακριβώς από το σπίτι το δικό μας μένουν τα πρώτα ξαδέρφια της γυναίκας μου, στο στενάκι, εδώ απέναντι, μένουν άλλα πρώτα ξαδέρφια της γυναίκας μου, στο στενάκι εδώ, το από πίσω, μένει ο αδερφός του πεθερού μου….» Η στενή σύνδεση του τόπου κατοικίας με τη συγγένεια, ήταν επόμενο να δώσει στη γειτονιά έναν ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα, διαφορετικό από αυτόν που συνήθως αποδίδεται στις γειτονιές στην πόλη, γεγονός το οποίο επηρεάζει και την αίσθηση που διαμορφώνει ο κάτοικος της γειτονιάς για το περιβάλλον του. Ο δρόμος στον οποίο βρίσκονται τα συγγενικά σπίτια αποκτά μια, κατά κάποιο τρόπο, αίσθηση πολιτισμικής και κοινωνικής ομοιογένειας, η οποία ευνοεί τη δυνατότητα προσωπικής επικοινωνίας και κοινωνικού ελέγχου μεταξύ των γειτόνων. Μια τέτοια γειτονιά έχει, όπως είναι φυσικό, σαφώς μεγαλύτερη συνεκτικότητα και κοινωνικότητα έναντι άλλων.
Όλα τα παραπάνω, παρά τις ρήξεις και τις ασυνέχειες με το παρελθόν, καθιστούν το χώρο, ιδιαίτερα για τους παλαιούς κατοίκους, οικείο και φιλόξενο. Ο χώρος και το ανθρώπινο περιβάλλον καθίστανται γεμάτα συναισθηματικό περιεχόμενο και βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση και επικοινωνία με τον κάτοικο. Ο Ζ., συνταξιούχος μαρμαράς, κάθεται συχνά, τα καλοκαίρια, στα σκαλιά της εισόδου στη μονοκατοικία του και, όπως υπερηφανεύεται, οι γείτονες που περνούν από μπροστά του, στο δρόμο για τη δουλειά τους, του λένε όλοι καλημέρα.
Η Μ. και ο Χ. είναι στην ίδια ηλικία με τον Δημήτρη. Είναι από τους παλαιούς κατοίκους στη συνοικία. Για τον Χ. οι κοινωνικές σχέσεις είναι ακόμη σε ικανοποιητικό επίπεδο («ακόμη καλά κρατάμε»). Η γυναίκα του αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα που κάνει δύσκολη τη μετακίνησή της. Όμως, όπως η ίδια λέει, αυτό δεν την εμποδίζει να έρχεται σε επαφή με τη γειτονιά.
«Επειδή υποφέρω και δεν μπορώ εγώ να πάω στα δικά τους τα σπίτια – έχουν σκάλες, τώρα, για να ανεβώ εγώ σκάλα, δεν πηγαίνω – και έρχονται όλοι οι γειτόνοι και μας βλέπουν. Όχι, είναι ωραίο έτσι αυτό. Γι’ αυτό σας λέω, είναι ευχάριστο. Θα έρθουν οι γειτόνισσες να πιούμε ένα καφεδάκι, θα έρθουν να παίξουν τάβλι, έχουμε τέτοια επαφή. Δεν είμαστε μοναχοί. Τώρα παραδείγματι που αρρώστησα, εγώ έπρεπε να είμαι τελείως μοναχή μου. Εντούτοις όμως, δεν έχω καταλάβει ότι είμαι κλεισμένη μέσα. Γιατί, έρχονται ο κόσμος και κάνουμε παρεούλα.»
* Στη φωτογραφία της ανάρτησης παρουσιάζεται τυπικός δρόμος με σκαλιά στην Αγία Μαρίνα (Γιώργος Βοζίκας, 2000).
(συνεχίζεται)