Ζαλάδες, φάρμακα και φαρμάκια…
Ας φανταστούμε ότι σου συμβαίνει ξαφνικά κάτι δυσάρεστο: Ύστερα από μια μακροχρόνια περίοδο αδιαφορίας για τις επιπτώσεις στην υγεία σου από τον τρόπο της ζωής σου, αισθάνεσαι ζαλάδες.
Πηγαίνεις λοιπόν στο γιατρό της γειτονιάς, αυτός σου δίνει κάτι χαπάκια, αλλά οι ζαλάδες δεν περνάνε. Τότε πηγαίνεις στο δημόσιο νοσοκομείο, κλείνεις απογευματινό ραντεβού με τον καθηγητή – διευθυντή της κλινικής, πληρώνεις 70 ευρώ επίσκεψη, και περιμένεις να δεις τι θα σου πει αυτός.
Ο καθηγητής σε στέλνει να κάνεις εξετάσεις αίματος, ούρων και διάφορες άλλες, του τις πηγαίνεις και αποφαίνεται : «Έχεις κάτι πολύπλοκο, πάρε αυτά κι αυτά τα χαπάκια και αν δεν σου περάσουν οι ζαλάδες, έλα ξανά σε ένα μήνα να κάνουμε μια αξονική τομογραφία στον εγκέφαλο».
Αρχίζουν να σε ζώνουν τα φίδια.
Τι να κάνω, να πάρω τα χαπάκια ή να πάω σε κάποιον άλλο γιατρό, να πάρω και μια δεύτερη γνώμη;
Αποφασίζεις να κάνεις το δεύτερο, και αμέσως κλείνεις ραντεβού με έναν ιδιώτη καθηγητή με πολλά διπλώματα από την Αγγλία, τον οποίο σου σύστησε ένας φίλος σου που έχει τραβήξει πολλά και έχει μάθει πολλά.
Ο ιδιώτης καθηγητής που θεωρείται «αυθεντία» στο είδος του, ρίχνει μια ματιά στην συνταγή που σου έδωσε ο γιατρός του δημόσιου νοσοκομείου και χαμογελάει.
«Γιατί χαμογελάτε γιατρέ;», τον ρωτάς. «Αυτά τα φάρμακα τα δίναμε πριν 20 χρόνια», σου απαντάει και σκέφτεσαι με ανακούφιση τι καλά που έκανες που δεν τα πήρες και βρήκες αυτόν τον γιατρό. Σου γράφει μια συνταγή με άλλα χαπάκια, σου λέει κι αυτός να ξαναπεράσεις σε έναν μήνα να τα ξαναπείτε, του πληρώνεις 100 ευρώ επίσκεψη, χωρίς απόδειξη (εννοείται), τον ευχαριστείς και φεύγεις.
Πηγαίνεις στο φαρμακείο να πάρεις τα άλλα φάρμακα, σου λένε ότι αυτά τα χάπια δεν τα χορηγεί το Ταμείο σου και ότι πρέπει να τα πληρώσεις εσύ. Κοιτάς τα χρήματα που έχεις στην τσέπη σου και διαπιστώνεις ότι είναι ίσα-ίσα μ’ αυτά που σου έχουν απομείνει για να περάσεις μέχρι το τέλος του μήνα.
Διστάζεις, δεν ξέρεις τι να κάνεις.
«Να πάει να γαμηθεί ο μαλάκας», σκέφτεσαι, και δίνεις στον φαρμακοποιό την πρώτη συνταγή από το δημόσιο νοσοκομείο, (που είχε επικυρώσει και ο γιατρός του Ταμείου σου).
Έτσι σου μένουν και κάποια χρήματα να την βγάλεις μέχρι το τέλος του μήνα.
Μετά από ένα μήνα είσαι πάλι στο δημόσιο νοσοκομείο, απογευματινό ραντεβού, πληρώνεις ακόμη 70 ευρώ.
Οι ζαλάδες συνεχίζονται και ο καθηγητής, μετά από μια περίπλοκη διαδικασία σε στέλνει να κάνεις αξονική τομογραφία στον εγκέφαλο.
«Αν είχα πάρει τα άλλα χαπάκια, τα σύγχρονα, ίσως να μην χρειάζονταν αξονική» σκέφτεσαι, αλλά πλέον δεν υπάρχει περιθώριο για αναβολές. Έχεις μπλέξει για τα καλά. Κάνεις την αξονική και πηγαίνεις ξανά στον καθηγητή να την δει.
«Ευτυχώς , δεν υπάρχει τίποτα στον εγκέφαλο», αποφαίνεται αυτός, και αυτό σε καθησυχάζει. «Τότε γιατρέ γιατί ζαλίζομαι» ρωτάς, και περιμένεις μια απάντηση. Ο γιατρός , σκέφτεται αρκετή ώρα, και στο τέλος απαντά: « Ίσως πρέπει να σου αλλάξω τα χάπια». Αμέσως σου έρχεται μια φαεινή ιδέα και λες στον καθηγητή δείχνοντάς του την συνταγή που σου είχε δώσει ο ιδιώτης «αυθεντία»- γιατρός: «Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτά τα χάπια»;
Ο καθηγητής μόλις βλέπει την συνταγή γίνεται έξαλλος. «Ποιός κομπογιανίτης τα γράφει αυτά», ουρλιάζει , και τον ακούει όλη η πτέρυγα του δημόσιου νοσοκομείου.
Όταν διαβάζει την φίρμα με το όνομα, γίνεται κατακόκκινος, σκίζει τη συνταγή σε μικρά κομματάκια και σου τα πετάει στα μούτρα. «Ξαναπάρτε τα ίδια χάπια που σας έδωσα και περάστε σε ένα μήνα να σας δω» σου λέει.
Τις επόμενες μέρες αισθάνεσαι σαν χαμένος. Τι γίνεται τώρα; Οι ζαλάδες συνεχίζονται. Αποφασίζεις να πας σ’ έναν τέταρτο γιατρό ιδιώτη, που σου συστήσανε, κι’ αυτόν σαν «αυθεντία».
Παίρνεις τα φάρμακα που σου έδωσε, περνάει ένας μήνας ακόμη αλλά οι ζαλάδες συνεχίζονται και χειροτερεύουν. Τώρα έχεις ιλίγγους και ημικρανίες. Κάποιος φίλος σου είπε ότι μερικές φορές το φάρμακο γίνεται φαρμάκι.
Σκέφτεσαι ότι μπορεί να μην φταίνε τα χάπια που παίρνεις για την χειροτέρευση της κατάστασής σου, αλλά το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να σταματήσεις όλα τα φάρμακα, και να μην ακολουθήσεις συνταγές.
Το κάνεις και σε λίγο, περνάνε οι ζαλάδες.
Πάνος Τότσικας