Τον ξενιτεμένο πρέπει να τον πονάς

Μετανάστευση, μεταναστεύω και μετανάστης, μετοικεσία και μέτοικος, προσφυγιά, φυγή, εκτόπιση, μετατόπιση, μετακίνηση εσωτερική και εξωτερική, συνήθως βίαιη. Ξένος, ανάμεσα σε ξένους ή και δικούς, ξεριζωμένος, πρόσφυγας, αλλοδαπός, από αλλού, άνθρωπος όμως, άνθρωπος, είτε νόμιμος, είτε παράνομος.

Οι άνθρωποι, πολλές φορές ξεχνάνε. Είναι άλλοτε η απληστία και άλλοτε η φτώχεια που φταίνε γι αυτό. Όταν μάλιστα η μια ακολουθεί την άλλη, τότε τα πράγματα χειροτερεύουν. Ο πεινασμένος πολλές φορές τυφλώνεται απ την πείνα του, αυτός όμως που κάποτε τα είχε όλα, ή νόμιζε ότι τα είχε, και του πάρουν το ψωμί απ’ το τραπέζι μπορεί να τυφλωθεί από θυμό, δεν είναι ντε και καλά άγιος ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι ικανός για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο, ο φτωχός και ο ταλαιπωρημένος μπορεί εύκολα να γίνει από θύμα, θύτης Εκεί ξεχωρίζει ο άνθρωπος ο κοινωνικός. Να θυμώσει ο άνθρωπος για την αδικία που του γίνεται ναι,  αλλά να μη στρέψει το θυμό του τυφλά κι όποιον πάρει ο χάρος. Να σκεφτεί ποιος φταίει και να στραφεί προς αυτόν που τον αδίκησε,  να απαιτήσει το δίκιο του. Δεν είναι οι αδύναμοι αυτού του κόσμου οι υπεύθυνοι για το πρόβλημά του, αλλά οι δυνατοί, αυτοί που κρατάν τις τύχες του κοσμάκη στα χέρια τους. Αυτοί που πλουτίζουν ενώ οι άλλοι υποφέρουν. Γινήκανε οι άνθρωποι λύκοι σήμερα και κυνηγάνε ανθρώπους, βγήκαν τα φίδια από τα αυγά τους και μας δείχνουν απειλητικά το γλωσσίδι τους.

Τον ξενιτεμένο πρέπει να τον πονάς, ξενιτεμένος ήμουνα κι εγώ. Το ’χε η μοίρα μου γραμμένο. Στο χωριό μεγάλη φτώχια. Μας ρούφαγε το μεδούλι. Πώς να κάνεις την πέτρα καλά; Πώς να χορτάσουν τόσα στόματα στη φαμίλια; Χρόνια και χρόνια διάβηκα γιοφύρια και ρουμάνια, πάλευα με την πέτρα και τη φύση και χαΐρι  δεν ήβρα. Άμα γεννήθηκα ήταν πόλεμος, γράμματα πολλά δεν έμαθα, μετά ήρθε ο εμφύλιος, έχασα τον πατέρα μου. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν και μαύρα και σκότεινα, ήμουνα και φτωχός και στιγματισμένος, ο χωροφύλακας είχε γένει η σκιά μου. Δε με χώραγε ο τόπος. Έτσι πήρα το δρόμο για το Αμβούργο της Γερμανίας. Για μένα η ξενιτιά ήτανε και βάσανο και λύτρωση.

Την έζησα την ξενιτιά την γνώρισα και με γνώρισε κι αυτή. Απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Είκοσι χρόνια στα εργοστάσια της Γερμανίας, τα πότισα με δάκρυ και  ίδρωτα. Να κάθομαι στο τραμ μετά από δέκα ώρες βαριάς δουλειάς κουρασμένος, πεθαμένος από την πείνα και την δίψα, και να καταλαβαίνω πως η χορτασμένη διπλανή μου στο κάθισμα, τραβιέται μη τύχει και την ακουμπήσω και μολυνθεί. Να βλέπω την αποδοκιμασία στα πρόσωπά τους. Δεν ήμουν για τους περισσότερους, για να μην τους αδικώ όλους, τίποτ’ άλλο  παρά μόνο ένας βρόμικος για τα δικά τους γούστα  Gastarbeiter. (γκάστ αρμπάιτερ)…..

Tα πρώτα χρόνια ήταν και τα πιο δύσκολα, μετά μας συνήθισαν κι αυτοί τους συνηθίσαμε και ΄μεις και γίνηκαν τα πράγματα ευκολότερα. Είχανε την ανάγκη μας, τους βγάζαμε τη βρόμικη δουλειά, αυτή που δε θα έκανε κανένας τους. Χιλιάδες ξένοι εργάτες στα εργοστάσια και στις στοές των μεταλλωρυχείων. Πολλοί δικοί μας μείνανε εκεί, τρεις γενιές μετανάστες. Για μένα όμως είναι πάντα ξενιτεμένοι.

Δύσκολο πράγμα η ξενιτιά! Θυμάμαι σαν τώρα την πρώτη μου πρωτοχρονιά στο Αμβούργο. 1961 ήτανε, είχε ένα κρύο διαβολεμένο, μείον 20 βαθμούς. Σκέφτηκα “μαυρομάνα μου, εδώ θα τ’ αφήσω τα κοκαλάκια μου”. Ζούσαμε σε ένα δωμάτιο που είχαμε νοικιάσει πέντε άντρες μαζί, όλοι συγγενείς μεταξύ μας, γυναίκα δεν είχαμε  κανένας μας. Μόνο ο ξάδερφος μου ο Σπύρος ήταν παντρεμένος, αλλά την είχε αφήσει τη γυναίκα στο χωριό. Πήγαμε κι αγοράσαμε λουκάνικα και πατάτες είχαμε και τσίπουρο από το χωριό και στρώσαμε γιορτινό, να το κάνει ο θεός, τραπέζι. Ήπιαμε όλο τον Καλαμά, μας έπνιγε ο πόνος και ο σεβντάς, είχαμε αφήσει πίσω ο καθένας μας κι από έναν “πολυαγαπό”. Πιάκαμαν το τραγούδι μαζί με τα κλάματα.

“κλαίνε οι πέρδικες στα πλάγια

κλαίνε τον καημό,

έκλαιγα και ’γω ο καημένος

τον ξεχωρισμό”

Είχαμαν μισομεθύσει ο χρόνος δεν είχε αλλάξει ακόμα όταν ακούσαμε την πόρτα να χτυπάει. Τα κάναμε πάνω μας! Η Polizei θα είναι, μάλλον κάναμε πολύ φασαρία, τόσο που είχαμε πιεί. Ανοίξαμε την πόρτα φοβισμένοι. Στο κεφαλόσκαλο είδαμε δυο χαμογελαστά πρόσωπα, ένα αντρικό κι ένα γυναικείο, κάτι κρατούσαν στα χέρια.  “Frohes Neues”(φρόες νόιες) μας λένε χαμογελώντας, “καλή χρονιά” δηλαδή  και μας δίνουν το γλυκό. Μηλόπιτα ήτανε!  Μείναμε να τους κοιτάμε σαν χαζοί. Οι γείτονες μας κείνο το βράδυ, παραμονή πρωτοχρονιάς, μας κάνανε το καλύτερο δώρο της ζωής μας. Μας κάνανε να νιώσουμε άνθρωποι! Άνθρωποι καταλαβαίνετε;

Τζένη Σιούτη

Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *