Το βουναλάκι
Δεκαετία του ’60. Η Ελευθερίου Βενιζέλου είναι ένας στενός δρόμος που οδηγεί προς τον Καρέα κι από εκεί προς Καισαριανή, Ιλίσια και Ζωγράφου. Τα σπίτια λιγοστά, αγκιστρωμένα στους βράχους. Εργατόσπιτα στην πλειοψηφία με μικρές αυλές και ελιές στο όριο του δρόμου. Εκεί ήταν το σπίτι του θείου μου όπου συνηθίζαμε το Πάσχα να βάζουμε σούβλα στο δρόμο και να μαζεύεται όλο το σόι. Εμείς μέναμε πιο κάτω, στη Θερμοπυλών, νοικιάζαμε ένα ημιυπόγειο με μια μικρή αυλίτσα στο πίσω μέρος του οικήματος.
Τι παιδομάνι είμαστε, τι παιχνίδια παίζαμε! Όλη την ώρα έξω, στο δρόμο. Αυτό όμως που μας άρεσε πιο πολύ ήταν να πηγαίνουμε βόλτα στην Ελευθερίου Βενιζέλου. Ίσως το γεγονός ότι είναι ψηλά και έχει θέα, σε αντίθεση με την Θερμοπυλών που είναι γούβα, στενόχωρη, να έπαιξε το ρόλο της. Ίσως και το γεγονός πως γνωρίζαμε τους γειτόνους και ήταν σαν να παίζαμε στην έδρα μας, δεν είμασταν τίποτα μουσαφιραίοι. Κωδική ονομασία «Το βουναλάκι», έτσι το ονοματίσαμε το μέρος.
Είχε πάρα πολύ άπλα, οικόπεδα που την άνοιξη και το καλοκαίρι ήταν γεμάτα μαργαρίτες, παπαρούνες και αγριάδες. Ο ιδανικός χώρος για να παίξει κανείς κρυφτό. Τρέχαμε, κυνηγιόμαστε, σβαρνιζόμαστε στα χώματα, μαζεύαμε μπουκέτα μαργαρίτες, δώρο – καλόπιασμα για τη μάνα, σαν γυρίζαμε μέσα στη βρομιά και με ματωμένα συνήθως γόνατα. Άμα κουραζόμασταν, πεινάγαμε ή διψούσαμε όλο και κάποιος θα μας τράταρε. Σίγουρα η θεία, αλλά και ο κυρ Τάσος με την κυρά Ανθούλα ή ο κυρ Στέφανος με την κυρά Μαρία, που δεν είχανε παιδιά και μας αγαπούσαν πολύ, μας λαχταρούσαν.
Τώρα το βουναλάκι μας δεν υπάρχει πια. Μια λεωφόρος καρμανιόλα έγινε που χωρίζει, διχοτομεί την πόλη μας. Το σπιτάκι του θείου, που τώρα ανήκει στην οικογένειά μας έγινε διώροφο και του κυρ Στέφανου ολόκληρη πολυκατοικία. Τα οικόπεδα με τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες οικοδομήθηκαν κι αυτά. Η «ανάπτυξη» ήρθε και θρονιάστηκε, στρεβλή, ασχημομούρα και αυθάδης στον παιδικό παράδεισό μας. Αν είναι κάτι που με ενοχλεί περισσότερο απ΄ όλα τ΄ άλλα και είναι πολλά, είναι η εξαφάνιση του φυσικού ηχοτοπίου.
Είναι που δεν μπορείς να ακούσεις τιτιβίσματα και κελαηδισμούς πουλιών, που δε λες θ΄ ανοίξω το παράθυρο να μπει φρέσκος αέρας, δροσιά. Οι υπέροχοι ήχοι της φύσης, του προσκήνιου και του υπόβαθρου οι ανακουφιστικοί, που μειώνουν το στρες, τον εκνευρισμό, και βελτιώνουν τη διάθεση, τα συναισθήματα, τη γνωστική μας δύναμη αντικαταστάθηκαν από ήχους αυτοκινήτων, δυνατά γκάζια, ουρλιαχτά φρένων, κορναρίσματα και πολλά καυσαέρια, κληροδοτήματα του άναρχου αστικού περιβάλλοντος. Και δεν τα λέω αυτά αναπολώντας έναν κόσμο που έχει προ πολλού εκλείψει.
Τα λέω γιατί πιστεύω πως ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει και να ευημερήσει χωρίς να καταστρέψει. Μπορεί να παρέμβει συμφιλιωτικά σεβόμενος τη φύση. Αυτό όμως είναι μεγάλο θέμα, δεν είναι της παρούσης. Ίσως να το κουβεντιάσουμε μια άλλη στιγμή.
Μετά από μια ευεργετική δροσερή καλοκαιρινή βροχούλα, να μοσχοβολάει η γη. Κι εμείς βάζαμε το αυτί στο χώμα για να αφουγκραστούμε τους ήχους της, τα ψιθυρίσματά της, να μάθουμε τα μυστικά της. Δεν υπάρχει πιο συγκλονιστική παιδική ανάμνηση από αυτήν.
Τζένη Σιούτη, συνταξιούχος εκπαιδευτικός