Το παράπονο του αντάρτη
Άκουγε στο όνομα Λευτέρης Ντελής. Κατάγονταν από ένα μικρό χωριό της Μουργκάνας, πάνω στο βουνό Τσαμαντά και σε υψόμετρο 700 περίπου μέτρων. Ορφάνεψε μικρός, πείνα, στερήσεις και κακουχίες η ζωή του όλη. Τέσσερα αδέρφια, η μάνα κι αυτός, έξι στόματα που έπρεπε να φάνε. Σχολειό δεν πήγε, η άγονη γη τους ήταν η καθημερινή του έγνοια. Δυο σπιθαμές γης που έσκαβε, πότιζε με τον ιδρώτα του και πάσχιζε να την κάνει να καρπίσει. Λίγο καλαμπόκι και δυο απλοχεράκια λάπαθα, να ξεγελάσουν την πείνα τους. Δεν πήγαινε άλλο. Το αποφάσισε, θα έφευγε, θα πήγαινε στην Αθήνα, όλο και κάποια δουλειά θα έβρισκε εκεί.
Τί διάολο σκεφτόταν, μεγάλη πόλη είναι, πρωτεύουσα, κάτι θα βρεθεί και για αυτόν. Τον Μάη του 37 πήρε το μπόγο του με τα λιγοστά υπάρχοντά του και κίνησε για Αθήνα. Στο δρόμο σκεφτόταν πως θα έκανε όποια δουλειά του τύχαινε. Ακόμα και εκδορέας πάω, έλεγε στον εαυτό του, άσχημα είναι; Εκδορέας, ποιος; Αυτός που δεν πάταγε ούτε μυρμήγκι. Μια οποιαδήποτε δουλειά, μια στέγη, ένα πιάτο φαΐ και ένα μισθό, για αυτόν και την οικογένεια στο χωριό, αυτό και τίποτα άλλο.
Πήγε στη Νέα Ιωνία, εκεί ήταν και άλλοι συντοπίτες του, βρήκε δουλειά, χαμάλης στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας του Δρακόπουλου. Εκεί νοίκιασε μια κάμαρη, στην ίδια αυλή με μια συγχωριανή του, την Κατίνα που ήταν χήρα με δυο παιδιά και ένα ανίψι, τον Περικλή Χαλδή, που γνωρίζονταν από μικρά παιδιά. Καλός χαρακτήρας και μορφωμένος, τριατατικός. Τον στήριξαν και τον βοήθησαν πολύ, ήταν οι δικοί του άνθρωποι στην μεγάλη πόλη. Ο Περικλής, τρία χρόνια μεγαλύτερός του, ήταν γι’ αυτόν ο μεγάλος του αδερφός. Λευτέρη του έλεγε, δε θέλεις να σε μάθω γράμματα; Τι γράμματα να μάθω του αποκρινόταν, χάζεψες Περικλάκο μου; Πού καιρός για τέτοιες πολυτέλειες, όλη μέρα χαμαλίκι στο εργοστάσιο, άσε που φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω, τα γράμματα είναι δύσκολα, αλλιώς θα τα ’χαν μάθει όλοι.
Τίποτα ο Περικλής, ανένδοτος, πρέπει να μάθεις γράμματα, να ανοίξει το μυαλό σου, κανείς να μη σε πιάνει κορόιδο. Στην Ευρώπη όλοι ξέρουν γράμματα. Η επιμονή λοιπόν του Περικλή, αλλά και η θέληση να φτιάξει τη ζωή του, να κοιτάξει μπροστά και κυρίως αυτό το «να μη σε πιάνει κανείς κορόιδο», ήταν ο λόγος που ο Λευτέρης άρχισε να μαθαίνει γραφή και ανάγνωση. Και ήταν τέτοιο το πείσμα του και ο εγωισμός του να τα καταφέρει, που δύο χρόνια αργότερα διάβαζε και έγραφε με μεγάλη ευκολία. Τότε άρχισε ο Περικλής να του δίνει βιβλία και εφημερίδα και να συζητά μαζί του, για το εργοστάσιο, την καταπίεση των εργατών, τη φτώχια, τον απειλούμενο πόλεμο. Έτσι σιγά σιγά αποκτούσε πολιτική συνείδηση που τον βοηθούσε να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες στο εργοστάσιο και στη ζωή.
Οι μέρες όμως ήταν δύσκολες, ο πόλεμος τον βρήκε με το πόδι στο γύψο, είχε παραπατήσει κουβαλώντας ένα φόρτωμα μπαμπάκι και το είχε σπάσει λίγο πάνω από τον αστράγαλο. Έτσι απέφυγε την επιστράτευση, υπηρέτησε στα μετόπισθεν, στην αεράμυνα. Ο Περικλής έφυγε για το αλβανικό μέτωπο και δεν ξαναγύρισε, χάθηκε από όλμο έξω από το Τεπελένι. Μετά ακολούθησαν τα μαύρα χρόνια της κατοχής η πείνα και η τρομοκρατία. Ο Λευτέρης βοήθησε πολύ την Κατίνα και τα παιδιά, στάθηκε δίπλα τους βράχος ακλόνητος. Ήξερε πια καλά το ποιος και το γιατί και σύντομα μπήκε στο ΕΑΜ και στην αντίσταση. Τ
α πράγματα δυσκόλευαν πολύ, το εργοστάσιο το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, ο επιστάτης του, ελεεινό στοιχείο, ρουφιάνος των Γερμανών, τον είχε από καιρό στο μάτι, κινδύνευε. Πήρε εντολή από το ΕΑΜ να φύγει, να βγει στο βουνό. Έτσι μια νύχτα έφυγε στα κρυφά με κατεύθυνση την κεντρική Ελλάδα. Κατέληξε στη Θεσσαλία. Εντάχθηκε στην 16η μεραρχία της Ανατολικής Θεσσαλίας, στο Τάγμα Μηχανικού Ολύμπου. Στο βουνό ένιωθε ελεύθερος, ήταν ανάμεσα σε συναγωνιστές, ονειρεύτηκε μια άλλη Ελλάδα, κάποια στιγμή πίστεψε πως αυτό θα γινόταν πραγματικότητα. Συνήθιζε να λέει: « Έμαθα πολλά στο βουνό, πλούτισα σαν άνθρωπος, ξεστραβώθηκα».
Στη Μάχη του Ολύμπου στις 6 Μάη του 44, χτυπήθηκε στο ήδη σπασμένο του πόδι. Χειρουργήθηκε από το κινητό χειρουργείο της ορεινής μεραρχίας. Όταν συνήλθε διακομίστηκε στη Λάρισα, έμεινε αρκετό διάστημα στο σπίτι ενός Εαμίτη και εκεί τον βρήκε η συνθήκη της Βάρκιζας. Δεν χρειάστηκε να υποστεί τον εξευτελισμό της παράδοσης των όπλων του, αυτά είχαν μείνει μετά τον τραυματισμό του στην μεραρχία του. Αποφάσισε να γυρίσει στην Αθήνα, πρώτα όμως θα πήγαινε μέχρι το χωριό, να δει τους δικούς του, είχε πάνω από εφτά χρόνια να τους δει.
Πίστεψε πως πάει ο πόλεμος, τελείωσε. Έφτασε στο χωριό, εκεί έμαθε τα μαύρα μαντάτα, η μάνα και η μικρότερή του αδερφή η Ανθούλα είχαν πεθάνει. Από πνευμονία η Ανθούλα, από μαράζι η μάνα. Τα δύο αδέρφια του, τα πιο μικρά ήταν στην Κέρκυρα στο ορφανοτροφείο, μόνο την αδερφή του την Σοφιά βρήκε παντρεμένη στην Λίστα. Η ζωή στο χωριό ήταν πολύ δύσκολη, φτώχια, πείνα, τα σπίτια ξεχαρβαλωμένα, οι άνθρωποι τρομοκρατημένοι, πολλοί συγχωριανοί είχαν πάρει των ομματιών τους διωγμένοι, κατατρεγμένοι από τους εθνικόφρονες και τους συνεργάτες των κατακτητών, που είχαν πάρει, μετά την συνθήκη της Βάρκιζας, το πάνω χέρι.
Έκλεβαν, βίαζαν, σκότωναν. Τον έπνιξε ο θυμός για το άδικο. Δεν πολεμήσαμε τους φασίστες σκεφτότανε, για να κάνουν τώρα κουμάντο στον τόπο οι κρυφοί και οι φανεροί συνεργάτες τους. Βάλαμε το κεφάλι στον ντορβά, για την ελευθερία, για τη λαοκρατία και θα αφήσουμε τώρα να παραδώσουν την πατρίδα στους Εγγλέζους και στα αποβράσματα; Το σκεφτόταν έτσι, το σκεφτόταν αλλιώς και μια ιδέα τριγύριζε στο μυαλό του. Βρήκε και δυο συναγωνιστές του και το αποφασίσανε. Θα βγαίνανε στο βουνό. Έτσι, άοπλοι και κυνηγημένοι πήραν πάλι τα βουνά και τα λαγκάδια, για να φυλάξουν το κεφάλι τους.
Για ένα χρόνο δρούσαν μόνοι τους, σαν τα αγρίμια. Αργότερα εντάχθηκαν στον ΔΣΕ. Έζησε όλες τις σημαντικές στιγμές, πολέμησε για την απελευθέρωση των χωριών, μπήκε σε πολλά χωριά σαν απελευθερωτής. Ωραίες στιγμές! Ο κόσμος να τους υποδέχεται στην συντριπτική πλειοψηφία με χαρά και ανακούφιση, άνοιγαν τα σπίτια τους, τους φιλεύανε ότι είχε το φτωχικό τους. Στο Φατήρι στήσαν χορό στην πλατεία.
Πήραμε τον Παλαμπά
πο’ χει τα πολλά τ΄αρνιά
πήραμε και το Φατήρι
μ’ ένα μάτσο καρυοφύλλι
Εκεί στον Παλαμπά την πρωτοείδε και κόντεψε να σπάει η καρδιά του. Κατέβαινε η Αρετή με τη βαρέλα το νερό ζαλωμένη και τραγουδούσε:
Καλότυχα, ψηλά βουνά και παινεμένοι κάμποι,
που Χάρο δεν παντέχετε, Χάρο δεν καϊτεράτε
- «Καλή σου μέρα συναγωνίστρια»
- «Καλημέρα συναγωνιστή!»
Τρέχει προς το μέρος της, της παίρνει την βαρέλα.
- «Αυτή είναι ασήκωτη, μωρ΄ κοπέλα, πώς την κουβαλάς; Στάσου να σε βοηθήσω!»
- «Μπορώ και μόνη μου κι απέ, αν δεν ήσουνα εσύ, δεν θα την κουβάλαγα;»
- «Τώρα όμως θα την κουβαλήσω εγώ»
- «Ευχαριστώ συναγωνιστή, να΄ν καλά το χέρι σου!»
Με κάθε ευκαιρία, προσπαθούσε να συναντήσει την Αρετή, οι σύντροφοί του τον πιάναν αφηρημένο και σύντομα αρχίσαν τα πειράγματα.
- «Άντε με το καλό και μόλις λευτερωθούμε, να φάμε κουφέτα».
- «Σύντροφοι, θα πάω εγώ για ανίχνευση, γιατί ο Λευτέρης είναι ερωτευμένος και μπορεί να πιάκει το τραγούδι και να βρούμε κανά μπελιά»
…..και άλλα παρόμοια.
- «Να με περιμένεις Ρέτω μου, μόλις ξεμπερδέψουμε με δαύτους θα παντρευτούμε», της είπε. «Πρώτα όμως να διώξουμε τις βδέλλες που πίνουν το αίμα του λαού μας. Να προσέχεις και να φυλάγεσαι»!
Προείχε η μάχη, να κρατήσουνε τη Μουργκάνα, να προετοιμαστούν για την μεγάλη επίθεση του εθνικού στρατού και των συμμάχων του, ο Βαν Φλιτ είχε πει στους επικεφαλής της 8ης Μεραρχίας: «Πώς είναι δυνατόν να αφήνετε αυτό το αγκάθι μέσα στο σώμα του Στρατού; Η υπόθεση της Μουργκάνας πρέπει οπωσδήποτε να τερματιστεί με νίκη». Έστηναν οχυρωματικά έργα, πολυβολεία, καλώδια τηλεφώνου, συγκέντρωση υλικών και αναλώσιμων. Η δύναμη της θέλησης, η πίστη στο δίκιο του αγώνα, αυτά ήταν η κινητήρια δύναμή τους. «Αχ, βρε Περικλή» έλεγε μέσα του, «αχ, και να ’σουν εδώ». Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο στένευε ο κλοιός γύρω τους. Εγγλέζοι, Αμερικάνοι, ο τακτικός στρατός, η συμμορία του Γαλάνη, όλοι τους ήταν εκεί, προετοιμάζοντας το μακελειό, σχεδιάζοντας την εξόντωση αυτών που ήταν ταγμένοι στο όνομα της ελευθερίας και της λαοκρατίας.
Ήρθε εντολή να κάνουν ένα αντιπερισπασμό, από το Γεφύρι της Γκρίκας στην Πόβλα, να πάρουν το μονοπάτι που διασχίζει το φαράγγι του Γκόζιακα, ανάμεσα στα υψώματα της Ταβέρας και της Σταρόδας και να βγουν στα νώτα ενός λόχου του στρατού κοντά στον κάμπο της Καμίτσανης. Πέντε εθελοντές, ανάμεσά τους και ο Λευτέρης μαζί και ο διοικητής ανέλαβαν την παράτολμη ενέργεια. Με απερίγραπτη αυτοθυσία και αφοβιά κατάφεραν έξι παλικάρια να εξουδετερώσουν ένα λόχο. Πάνω στη μάχη τραυματίστηκε ο Λευτέρης στο κεφάλι. Η κατάστασή του ήταν πολύ βαριά. Τον πήραν οι σύντροφοί του στα χέρια, να τον γυρίσουν πίσω στη βάση τους. «Κράτα Λευτέρη, κράτα να δεις την πατρίδα λεύτερη», του λέει ο σύντροφος διοικητής.
- «Δεν θέλω να πεθάνω σύντροφε διοικητή, είμαι ερωτευμένος», του απαντάει με την ελάχιστη δύναμη που του είχε απομείνει.
Κίνησαν οι αντάρτες ζαλωμένοι τον Λευτέρη και τον οπλισμό που απαλλοτρίωσαν από τη μάχη και έμεινε ο διοικητής πίσω καλού κακού. Κατέβηκε στο ποτάμι, κάθισε στην όχθη, έβγαλε τα άρβυλα, να δροσίσει λίγο τα ποδάρια του, μια βδομάδα δεν τα είχε βγάλει καθόλου από πάνω του. Κάνει να βγάλει τις κάλτσες και έβγαινε μαζί και το δέρμα, δεν έβγαλε ούτε ένα αχ, σκληρό καρύδι. Βάζει τα πόδια στο νερό, σκέφτεται τα λόγια του Λευτέρη και τον πιάνουν τα κλάματα…
Υ/Γ: Από τη συλλογή διηγημάτων μου «Μουργκάνα», εκδόσεις Ταξιδευτής, Δεκέμβρης 2019
Τζένη Σιούτη
Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός