Το αποκριάτικο νταβαντούρι και «Της παραδόσεως ο βιασμός!» Α μέρος

Έρχονται οι Αποκριές… Θα καρναβαλιαστούμε και εδώ στην Ηλιούπολη,   αλλά σήμερα, έχω την εντύπωση πως καθημερινά λειτουργούμε μασκαρεμένοι. Το πρόσωπο το χάσαμε. Κρυβόμαστε πίσω από το προσωπείο. Έτσι μας βολεύει. Είναι κι αυτό «μια κάποια λύσις». Αλειβόμαστε και με τη λούμπρ’ και γινόμαστε αληθινοί μασκαράδες…

«Φύλαγέ μου, Θεέ μου, τουλάχιστον/όσα έχουν πεθάνει»

(Κική Δημουλά)

Η λέξη Παράδοση, όπως είναι γνωστό, προέρχεται από το ρήμα παραδίδω (παραδίδωμι) και αφορά «ό,τι αναπτύσσεται ιστορικά και μεταδίδεται (στα πλαίσια μιας ομάδας, κοινωνίας κτλ.) από γενιά σε γενιά σε σχέση με συμπεριφορές, αντιλήψεις, ιδέες, έθιμα, δραστηριότητες, πρακτικές κτλ.» Εννοούμε δηλαδή με τον όρο «Παράδοση» ένα σύνολο πολιτιστικών δημιουργημάτων που μεταβιβάζονται από μια γενιά σε μια άλλη και  που διαφοροποιούν το λαό αυτό έναντι άλλων λαών.  Δεν είναι δηλαδή η λέξη μονοσήμαντη.  Αναφέρεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου. Έχει πολλούς κλάδους. Γλωσσική παράδοση, πνευματική ( ήθη, έθιμα, δημοτικό τραγούδι, παροιμίες, μυθοπλασία κ.τ.λ. ), οικιστική παράδοση ( χωριά και μεμονωμένα κτίσματα ), λαϊκή οικοτεχνία, ενδυματολογία, χοροί, γιορτές, πανηγύρια κ.τ.λ. Το πλάτος της καλύπτει τόσες πτυχές όσες και η ζωή, από τη χαρά  ως το θάνατο. Έτσι διασώζει το ύφος με το οποίο ένας λαός ζει την  καθημερινότητά του.

Ένα βασικό ερώτημα που ανακύπτει  παρουσιάζοντας το ρόλο, την αξία και τη σημασία της παράδοσης στη ζωή του ανθρώπου είναι να ορίσουμε ποια στοιχεία οφείλουμε να διαφυλάξουμε και ποια όχι.  Για το λόγο αυτό καλό είναι να διακρίνουμε τα παραδοσιακά στοιχεία σε ζωντανά και θνησιγενή. Ζωντανά είναι όσα αντέχουν ακόμα στο χρόνο, δηλαδή τα χρησιμοποιούμε, ενώ θνησιγενή είναι όσα έχουν ημερομηνία λήξεως. Χρησιμοποιήθηκαν, προσέφεραν και  (αφού έχουν το θάνατο μέσα τους), «μάς τελείωσαν». Αυτά, λοιπόν, τα θνησιγενή παραδοσιακά στοιχεία παίρνουν αναγκαστικά μουσειακή μορφή. Τα τοποθετούμε σε μουσεία για να διατηρούμε την ιστορική μνήμη.

Τα άλλα, όμως, τα ζωντανά, τα αναπλάθουμε, τα ανασυνθέτουμε, προκειμένου να αναπτύξουμε πολιτισμό. Και τυχαίνει αυτός ο τόπος να έχει πλούσια και μακρόχρονη παράδοση.

Το πώς την υπηρετούμε ή τη «θεραπεύουμε» αυτή την παράδοση είναι μια πονεμένη ιστορία. 

Πονάει απ’ όλες τις μεριές και  « μπάζει απ’ όλες τις πάντες». Οι πάντες ασχολούνται  με την παράδοση. Όπου υπάρχει αμπήδ’μα, εκεί βλέπουμε παράδοση.  «Ήρθαμε, είδαμε, αμπ’δήσαμε». Και το κυριότερο! Να προλάβουμε να βγάλουμε φωτογραφίες να τις αναρτήσουμε στο facebook, να φανεί η μουτσούδα μας και να μας κάνουν laik.  Από την άλλη οι πάντες να μιλάνε για παράδοση, κι όλοι να τη φορτώνουν από την Αθήνα κατακαλόκαιρο και να την μεταφέρουν, να τη σεργιανούν, θα έλεγε κάποιος στην επαρχία, λες και είναι η «γύφτικη αρκούδα».

Είπα αρκούδα και με χτύπησε ο συνειρμός.

Να φταίνε τα «Αποκριάτικα Δημοτικά Δημιουργήματα;» Οψόμεθα!

«…Φορές φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση/ πως έξω από τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαριά του αρκούδα/ με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια/…κ’ η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της/ (…) Κ’ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται/ υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της/ χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη στις πενταροδεκάρες που τις/ ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά/ (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)/ και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε/ το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ…»

Γιάννης Ρίτσος  “Σονάτα του σεληνόφωτος”

 Ως  αρκούδα μπορεί να διαβαστεί, κατ’ αναλογία, και η παράδοση. Ο Ρίτσος, η ποίηση του Ρίτσου κυριαρχείται  από σύμβολα. Τη γεμίσαμε τη παράδοση με  «αγκάθια και τριβόλια», σατανάδες και τόσους «όξω από δω», βιαστές και διαμεσολαβητές της όποιας εμπορικής  «παραδοσιακής πραμάτειας.» Ενίοτε  επιδοτούνται.  Και γιατί επιδοτούνται; Όχι, γιατί επισημαίνουν και καταγράφουν  θέματα και μορφές της λαϊκής παράδοσης, αλλά γιατί πωλούν, ξεπουλούν -το σωστό-,  τον λαϊκό μας πολιτισμό, την ελληνική κουλτούρα.

 Το ίδιο γίνεται και στους Δήμους. Μετακαλούμε, μεταβαπτίζουμε όλα τα σουργελοειδή, αυτοονομαζόμενα παραδοσιακά «σουργούνια», τα πληρώνουμε αδρά και πιστεύουμε ότι υπηρετούμε την παράδοση! Ποιος δουλεύει, ποιον;

Η παράδοση, λοιπόν, όπως και να είναι σιγκονοφορούσα  ή μινοφορούσα, με τσαρούχια ή μοκασίνια με βήματα προκαθορισμένα ή με ελεύθερα αμπ’δήματα  που συνταυτίζονται και συνυπάρχουν με  όλα τα βαπτιζόμενα ή μη καψουροτράγουδα και δημιουργούν αυτό το αποκρουστικό πλαίσιο παραποίησης, εμπορευματοποίησης και  οικονομικής εκμετάλλευσής  της. Ακόμα και αν συνοδεύεται τραγουδιστικά από Πασχάληδες ή πασχαλιές…

«Παράδοση» που εξαρτάται από την χρηματοδότηση ή διαφορετικά από την αρπαχτή, από τις φίρμες με τα λαμέ πουκάμισα και τις ακριβωπλούμιστες τουαλέτες, από τα ντραμς, τα αρμόνια κλπ., ασφαλώς και δεν είναι παράδοση. Είναι μια ιερόσυλη πράξη που επιεικώς θα ονομαζόταν «της παραδόσεως ο βιασμός.»

Και αυτός ο βιασμός, δυστυχώς είναι συνεχής και ασταμάτητος. Δεν τα βάζω με τους εμπόρους, πάσης φύσεως. Εκρήγνυμαι  με όσους ταύτισαν την παράδοση με τα μελαχροινάκια και τα διάφορα τραμπατρομπουειδή άσματα. Πανταχόθεν άσχετοι προωθούν την ασχετοσύνη τους μοιράζοντας ένθεν κακείθεν φωτογραφίες  και επιδεικνύοντες τοις όποιους    -τάχα μου και δήθεν- παραδοσιακούς τους προβληματισμούς. Αμήν, αμήν μάλλον αμάν. Φτάνει.

Φτάνει, γιατί η παράδοση δεν είναι πραμάτεια για μεταπώληση ούτε είναι δυνατόν να λειτουργούν μεταπράτες και να ξεπουλούν με τον τρόπο τους «παν ιερόν και όσιον!»

«Παράδοση είναι το καταστάλαγμα γνώσης και σοφίας του λαού μας, από παρατήρηση αιώνων. Δεν πάμε να αναβιώσουμε την παράδοση. Δεν γυρίζουν πίσω οι καιροί. Όμως έχουμε χρέος για τις επόμενες γενιές, να τη διαφυλάξουμε, γιατί θα είναι απληροφόρητοι για τους προγόνους τους και τη ζωή τους.

Έχουμε χρέος μας να διαφυλάξουμε τις ποιότητες εκείνες του λαού μας, στο πέρασμα του χρόνου, θεμελίωσαν αξίες και γεφύρωσαν πολιτισμούς, σ’ αυτό το πέρασμα, των περαστικών και των επιδρομών, της μοίρας και της ιστορίας, που λέγεται Ελλάδα.»

(Κώστας Μπαλάφας, από το «Αφιέρωμα στη μάνα», Έκδοση: Ακαδημία Δημιουργικής Φωτογραφίας) 

“Χρωστάμε σ΄οσους ήρθαν, πέρασαν, θα ΄ρθουν, θα περάσουν. Κριτές, θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι νεκροί” Κωστής Παλαμάς

Ακούει κανείς; Έχουμε συνέχεια…

 

Κίτσος ο «μασκαρευόμενος”

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *