Ως ελάχιστη τιμή στον φίλο μου
Ως ελάχιστη τιμή για τον εκλιπόντα φίλο μου, τον σύντροφο , τον καθηγητή Πανεπιστημίου, τον συγγραφέα, τον ποιητή Γιώργο Στουρνάρα, παραθέτω εδώ τούτο το φτωχό μου κείμενο:
” ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ του ΒΙΒΛΙΟΥ «ΚΑΠΟΤΕ ΠΕΡΑΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟΙ» του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑ
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ, 14/12/ 2018
Πρόσφατα μάζεψα τις λίγες ελιές που έχω στο χωριό του πατέρα μου, εκεί που μεγάλωνα τα καλοκαίρια, στο Μοναστηράκι των Μυκηνών. Ήταν μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα, ύστερα από την πρωινή βαριά βροχή. Μόλις τελειώσαμε, κοίταξα τα κλαδεμένα δέντρα που με τους βαρείς κορμούς τους ικέτευαν για την επόμενη συγκομιδή και τότε θυμήθηκα μια φουντωτή αλεπού που κάποτε σε μια ανάλογη περίσταση συλλογής, με κοίταξε «με μισό μάτι», σαν να μου έλεγε ή μάλλον να μου έγνεφε με δυσφορία: «πάρε δρόμο από το χωράφι μου».
Γιατί κατά την άποψή της απ’ ότι φαίνεται το χωράφι ανήκε σε αυτήν και στα παιδιά της και όχι σε εμένα. Και εγώ ήμουν ένας απλός κάτοχος!
Ένα χωράφι λοιπόν, μια χώρα, ένας τόπος δεν ανήκει μόνο στους ανθρώπους όπως οι ίδιοι νομίζουν, μα και σε όλα τα έμβια και όλα τα άψυχα που έχουν μια άλλη μορφή ψυχής και όπου όλα μαζί με εμάς τους ανθρώπους αποδεικνύουν, όσο μπορεί κανείς να αποδείξει την ύπαρξη της ζωής.
Έπειτα θυμήθηκα μια κουβέντα με τον μακαρίτη τον πατέρα μου, εκεί κοντά στην δεκαετία του ’70. Είχαμε και τότε πάλι «ξεπεζέψει» από τις ελιές και εγώ, μαθητής τότε, περηφανεύτηκα για το χωράφι μας, που μέσα σε αυτό υπάρχουν αρχαίοι μυκηναϊκοί τάφοι.
«Άκου» μου λέει εκείνος, «βλέπεις τους τάφους»….. «για φαντάσου από την εποχή του Αγαμέμνονα πόσοι ισχυρίστηκαν πως το χωράφι αυτό είναι δικό τους! Ένα να ξέρεις… τα πράγματα ανήκουν πάντα στο παρελθόν»…
Τα χρόνια πέρασαν, μεγάλωσα, ωρίμασα πια τόσο ώστε πλέον να κατανοώ πως το παρελθόν δεν είναι τίποτα άλλο παρά το παρόν σε μετάφραση και το μέλλον δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αντανάκλαση του παρελθόντος!
Γι’ αυτό πολύ εύστοχα ο κλασικός φιλόλογος και ιστορικός Σαράντος Καργάκος έχει γράψει :
«Προσέξτε, κανείς δεν γνωρίζει τι του επιφυλάσσει το παρελθόν».
Νομίζεις πως ξέρεις και ζεις με αυτή την ψευδαίσθηση και έρχεται ύστερα το παρελθόν κάποια στιγμή και στου υποδεικνύει μια διαφορετική ρότα και σε βάζει στη θέση σου.
Γι’ αυτό και εγώ θα πρόσθετα πως το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή είναι να προβλέψεις το παρελθόν σου!
Αυτά πέρασαν από το μυαλό μου, αμέσως μόλις διάβασα το βιβλίο του φίλου Γιώργου Στουρνάρα, ενός από τους πλέον καταξιωμένους και σεμνότερους επιστήμονες που διαθέτει η πατρίδα μας. Καθηγητής με όλη την σημασία του όρου, όχι μέλος της αγέλης των πανεπιστημιακών. Καθηγητής!!! Άνθρωπος που προώθησε την επιστήμη και την αντίκρισε, κατά τα πρότυπα των αρχαίων Ελλήνων, ως αμφιθαλή αδερφή της λογοτεχνίας.
Μα πάνω απ’ όλα είναι ο φίλος, ο δικός μου και πολλών από εδώ μέσα, αποτελεί δε σημείο αναφοράς, λεπτότητας, καλοσύνης, ευπροσηγορίας και επιστημονικής σοβαρότητας.
Από τον άνθρωπο αυτόν έμαθα πολλά, οι πενιχρές μου γνώσεις όμως δεν μου επιτρέπουν να εισδύσω στο βάθος της επιστημονικής του επικράτειας. Συγκράτησα όμως δύο αρκετά για εμένα πολύτιμα διαμάντια της σκέψης του:
Το πρώτο : πως το νερό από την απαρχή της δημιουργίας μέχρι σήμερα είναι ακριβώς το ίδιο, ούτε αυξήθηκε ούτε μειώθηκε. Χαριτολογώντας μάλιστα είπε πως πίνοντας ένα ποτήρι νερό θα πρέπει να ξέρεις πως ίσως μέσα σ’ αυτό υπάρχουν μόρια του νερού μέσα στο οποίο διαλύθηκε το κόνιο που ήπιε ο Σωκράτης!
Το δεύτερο : πως τα μόρια του νερού δεν είναι ποτέ ίδια, όπως δεν είναι ποτέ ίδια και τα πρόσωπα των ανθρώπων και πως αλλάζουν όψη και σύνθεση, ανάλογα με την κατάσταση του νερού!
Αυτά μου είπε, ίσως εγώ να μην τα μεταφέρω σωστά και με τρόπο επιστημονικό αλλά νομίζω πως μπορώ να μεταφέρω την προσωπική μου συγκίνηση.
Ως προς το πρώτο, αναπόδραστα έρχεται στο νου μας η σκέψη πως η συνέχεια αυτού του νερού ταυτίζεται και εξηγεί την συνέχεια του χρόνου, την συνέχεια της μνήμης, την παντοδυναμία του παρελθόντος και την παντοδυναμία των ανθρώπων που καθένας από γενιά σε γενιά μεταφέρει είτε ως DNA που θα έλεγαν οι επιστήμονες είτε ως βαθιά ψυχή που θα έλεγαν οι ποιητές, τα στοιχεία εκείνα που λύνονται με τον θάνατο και ξαναδομούνται στην πορεία.
Το βιβλίο του Γιώργου Στουρνάρα, ένα αφήγημα όχι μόνο της οικογένειάς του αλλά και της οικογένειας της πατρίδας μας, έχει την μορφή μιας τοιχογραφίας, μα στην πραγματικότητα είναι μια τοιχογραφία με βαθιές τομές και βαθύτερες πληγές.
Οι ήρωες του βιβλίου θα μπορούσαν να είναι συγγενείς του οποιουδήποτε, οι ζωές τους πλέκονται και αποτελούν «φωτισμένα τμήματα» ενός φόντου θολού αλλά συγκεκριμένου και αυτό φωτίζεται σε κάποια σημεία χαρακτηριστικά τις ζωής των ηρώων.
Ναι, το έργο δεν αποτελεί τυπικό μυθιστόρημα αλλά είναι, δεν αποτελεί τυπικό αφήγημα αλλά είναι, δεν αποτελεί ιστορία αλλά είναι, δεν αποτελεί ποίημα και όμως είναι.
Είναι ένα τυπικό έργο, σε όποια κατηγορία και αν το κατατάξει κανείς που καταγράφει την ιστορία της πατρίδας μας όπως την έζησαν κάποιοι παλιοί που «κάποτε πέρασαν και αυτοί», κάποιοι καθημερινοί άνθρωποι που ξέρουν να γράφουν την πραγματική ιστορία της ανθρωπότητας.
Λένε πως την ιστορία την γράφουν οι ισχυροί αυτοί που την δημιουργούν, υποτίθεται αυτοί οι λίγοι που δρουν εξουσιαστικά και κυριαρχικά σε βάρος των πολλών. Αυτοί που πληρώνουν τους ιστορικούς να την γράψουν όπως εκείνοι θέλουν. Όπως ο Περικλής ο Αθηναίος που πλήρωνε τον Ηρόδοτο για να γράψει την ιστορία των Μηδικών πολέμων και να εκθειάσει τα κατορθώματα των Αθηναίων. Εκείνος όμως, χωρίς να παραλείπει να εισπράττει την αμοιβή του, παρά τις κατευθυντήριες εντολές έβαζε στο στόμα του έκπτωτου βασιλιά Δημαράτου τα κατορθώματα των Σπαρτιατών.
Έτσι και εκείνοι που νομίζουν ότι ορίζουν και γνωρίζουν την ιστορία, ότι και αν κάνουν, οι πραγματικοί επιστήμονες ιστορικοί θα βρουν τον τρόπο να υπονομεύσουν της βεβαιότητές τους.
Γιατί την ιστορία την γράφουν οι λαοί, ο κόσμος της «καλύβας» όπως επιστημονικά αποτυπώνεται ο όρος και ο κόσμος του «παλατιού». Απόδειξη τα μυκηναϊκά κείμενα στις πινακίδες της γραμμικής β’. Αυτοί οι ανώνυμοι γραφιάδες, των οποίων τα δακτυλικά αποτυπώματα αποτυπώθηκαν στο πίσω μέρος των πινακίδων, αποτύπωσαν τα ονόματα των απλών ανθρώπων και όχι των βασιλιάδων. Δεν υπάρχει πουθενά το όνομα Αγαμέμνων ούτε οι άλλοι μεγάλοι άρχοντες. Υπάρχουν όμως τα ονόματα των απλών γυναικών και των ανδρών και των παιδιών, η Αλεξάνδρα και η Θεοδώρα στις Μυκήνες, η Κερασώ με το γλυκό της όνομα, η υφάντρα στην Πύλο και το ωραιότερο : ο Ατρεύς, όχι όμως ο πατέρας του Αγαμέμνονος ο βασιλιάς, αλλά ένας απλός καλαθοποιός!
Η ιστορία λοιπόν είναι η επιστημονική παράθεση της αέναης διαχρονικής προσπάθειας των ανθρώπων να σηκώσουν κεφάλι. Ενώ αντίθετα, αν το δούμε από την πλευρά των ισχυρών, η ιστορία είναι η επιστημονική καταγραφή της ανθρώπινης κακοήθειας.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Γιώργου Στουρνάρα μου ήρθαν στο νου αυτές ακριβώς οι πινακίδες της γραμμικής β’ πριν από 3.000 και πλέον χρόνια.
Στη θέση της Κερασώς και της νεογέννητης κόρης της, της Αλεξάνδρας και της Θεοδώρας, του Κρηθέα που έτρεφε το άλογό του μόνο για να καλπάζει, του Πενθέα που αγνάντευε τους αγρούς με το στάρι, του Τάζαρου που είχε δύο άλογα τον Αίολο και τον Κέλενο, υπάρχουν η Αγγέλα, ο Ζαχαρίας, ο Πάνος, η Θεανώ, ο Πέτρος, η Άννα και ο Κώστας. Και κάπου ανάμεσα στις ζωές των ανθρώπων αυτών επάνω στο κορμί τους χαράχτηκε η ιστορία της πατρίδας μας, την περίοδο μετά τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι την προτεραία της 1ης Απριλίου του 1967.
Σίγουρα θα υπήρξε στην τοιχογραφία αυτής της ζωής, κάποιος συντοπίτης αυτών των ανθρώπων, που θα είχε και αυτός δύο άλογα που θα όργωναν το χωράφι του. Μόνο που αντί για Αίολο και Κέλενο, θα τα ονόμαζε Μαύρο και Λαμπίρη, που είναι ακριβώς η μετάφραση των ονομάτων των δύο αρχαίων αλόγων.
Στο βιβλίο του Γιώργου Στουρνάρα ο βαθύς πόνος της περιπέτειας που πέρασε και περνάει αυτός ο μικρός και τόσο μεγάλος τόπος που γεννηθήκαμε και θα πεθάνουμε, πόνος που παρουσιάζεται με μια χαρακτηριστική ευπρέπεια, με καλοσύνη, με γλυκύτητα και βαθύ ανθρωπισμό.
Στο βιβλίο αποτυπώνεται όχι μόνο ο πόνος των ανθρώπων αλλά και ο πόνος της γης. Όχι μόνο όταν αυτή υποφέρει, αλλά και όταν κοιλοπονάει. Και η γη κοιλοπονάει όταν οι άνθρωποι δεν αντέχουν πια τη ζοφερή τους μοίρα και αγωνίζονται να την ανατρέψουν.
Καθένας από τους φανερούς ήρωες του βιβλίου αλλά και όσοι άλλοι αφανείς ανοίγουν την πόρτα του και μπαίνουν μέσα για λίγο κι ύστερα φεύγουν ήσυχα και σεμνά είναι σα να ‘χουν ζήσει όλα τα επεισόδια, όλης αυτής της πορείας κι όχι μόνο αυτά που τους αφορούν. Ο Στέλιος με το μέτριο ανάστημα, το παιδί που πίστευε μόνο στη δουλειά, που απέδιδε τις αδικίες στην κακία των ανθρώπων, στην κακή τύχη και στην απώλεια των ευκαιριών.
Που βρέθηκε στο μέτωπο της Μικρασίας, η Σοφιά με το υπέροχο χαμόγελο, κάτι ανάμεσα σε παιδικό και γυναικείο, με τα’ όμορφο πρόσωπο και με τα ίσα και δυνατά ξανθά μαλλιά της και τη γαλάζια κορδέλα που έβαζε για ν’ ανεμίζουνε. Διαβάζοντας για τη Σοφιά, που κατά τύχη έχει το ίδιο γλυκό όνομα με τη γιαγιά μου που με μεγάλωσε, για την κορδέλα της τη γαλάζια, είναι σα να βλέπεις την Κερασώ και μπορείς να τη φανταστείς κι εκείνη με μια γαλάζια κορδέλα στα μαλλιά, να τ’ ανεμίζει ο άνεμος. Ο ίδιος άνεμος, είναι βέβαιο, πως ανέμιζε τα μαλλιά και των δύο κοριτσιών, μέσα σε διάστημα τριών χιλιάδων χρόνων.
Κι όλα τα πρόσωπα του βιβλίου υπήρξαν, αυτά που γράφτηκαν κι όσα ξεχάστηκαν από τον συγγραφέα, κι αυτά ακόμα αναζητούν τη θέση τους σ’ αυτή την τοιχογραφία του Γιώργου Στουρνάρα, ενός πνευματικού ανθρώπου που ξέρει να μας εκπλήσσει και ως επιστήμων και ως λογοτέχνης.
Δεν είμαι αρμόδιος κριτικός λογοτεχνίας κι ούτε μπορώ να εκφέρω γνώμη ή κρίση για κάποιο λογοτεχνικό έργο. Ο χρόνος είναι εκείνος που αντικειμενικά θα γίνει ο κριτής όλων ημών των γραφιάδων. Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε περισσότερο παρά να γράφουμε, όποιο κι αν θα είναι το τελικό αποτέλεσμα.
Τι μπορούμε όμως να κάνουμε; Που είναι δική μας δουλειά κι όχι του χρόνου; Να διαβάζουμε και να χαιρόμαστε. Να διαβάζουμε και να φανταζόμαστε. Να διαβάζουμε την ιστορία της οικογένειας του Γιώργου Στουρνάρα και να έχουμε το αναφαίρετο δικαίωμα να αναγνωρίζουμε τη δική μας. Να ανοίγουμε το συρτάρι του γραφείου μας, ψάχνοντας τους προγόνους μας και μέσα να βρίσκουμε εκτός από τους δικούς μας κι εκείνους του Γιώργου Στουρνάρα.
Κοντολογίς, χωρίς να υπολογίζουμε σε λογοτεχνικές αξίες και περγαμηνές που τις περισσότερες φορές είναι αποτέλεσμα συναλλαγών, να μπορούμε ευθέως να πούμε ότι ένα έργο μας άγγιξε. Και για να μας αγγίξει, δεν ξέρω αν πρέπει να είναι καλό. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να είναι ειλικρινές!
Τέτοιο είναι το βιβλίο του φίλου μου του Γιώργου, που μου έκανε την τιμή να μου επιτρέψει όχι να κρίνω το βιβλίο του, που δεν θα μπορούσα άλλωστε, αλλά να εκφράσω την προσωπική μου συγκίνηση.
Το να γράψεις ένα βιβλίο είναι πράξη θάρρους, το έχει πει ο ζωγράφος-λογοτέχνης και λαογράφος Κυριάκος Κάσσης. Το να γράψεις ένα βιβλίο για να ζωντανέψεις την πορεία μιας οικογένειας, με λίγα λόγια την ιστορία μιας πατρίδας, με τρόπο αντικειμενικό και αισθαντικό, θέλει κουράγιο. Το να τα εκδόσεις στις μέρες μας είναι πράξη ηρωισμού.
Τελειώνοντας, ήθελα να πληροφορήσω όλους τους φίλους εδώ πως ο Γιώργος Στουρνάρας τώρα που αφίππευσε τυπικά αλλά όχι ουσιαστικά από το άρμα της επιστήμης του, είμαι βέβαιος ότι θα έχει περισσότερο να ασχοληθεί με την ερωμένη του που είναι η λογοτεχνία.
Προς απόδειξη του ισχυρισμού ήθελα να παραθέσω δύο δικά του ποίηματα, πολλά θα μπορούσα να πω γιατί όλα είναι δικά του, που βρίσκονται στο τέλος του κεφαλαίου, με τίτλο ΑΓΓΕΛΑ. Λέει, μιλώντας για τότε που ταξίδευαν με το καράβι που τους έφερνε από τη Σμύρνη…
Γη των πατέρων μου ζεστή
Θάλασσα αγαπημένη
Έσπασε η κόκκινη κλωστή
Στη μοίρα τυλιγμένη.
Ρίζες της νιότης μου βαθιές
Κληρονομιά του πόνου
Άδειες χαμένες αγκαλιές
Στο γύρισμα του χρόνου.
Ο ξεριζωμός, ο πόνος κι η αντάρα
Είναι γυρισμός σε μια παλιά κατάρα
Και στη συμφορά που βρήκε τη γενιά μου
Ούτε μια χαρά δεν φαίνεται μακριά..
Άιντε πάλι τα δόντια σφίξτε
Άιντε πάλι για μια φορά.
Άιντε πάλι αγάπη δείξτε
Μας ενώνει η συμφορά
Άιντε πάλι τ’ άρματα ρίξτε
Θα τα ξανάβρουμε μετά
Άιντε πάλι το κεφάλι σκύψτε
Θα το σηκώσουμε μετά.
Άιντε και μες στο στήθος κρύψτε
Λίγο χώμα, πολλή φωτιά.
Άιντε και τον καημό σας πνίξτε
Να μη δακρύσουν τα παιδιά.
Δεν μπορείς να μην κομπιάσεις μ’ αυτό το ποίημα!
Μ’ αυτό το ποίημα, είχε κομπιάσει ο Άγγελος αλλά συνέχισε ξέροντας ότι σχεδόν κανείς δεν τον ακούει πια. Γιατί όπως μας έδειξε με το βιβλίο του ο Γιώργος Στουρνάρας η προσφυγιά που είναι μέρος του γενικότερου πόνου και ζει και αναπαράγεται στην κοιλάδα της θλίψης, δεν πολεμιέται με ξόρκια ούτε μ’ ευχές και διαταγές.
Την αντιμάχεσαι με τον αγώνα σου και πολύ περισσότερο με την προσωπική σου ευαισθησία, ακόμα κι αν κάποιες φορές αναγκαστείς να ρίξεις τ’ άρματα ή να σκύψεις για λίγο το κεφάλι. Αρκεί να κρύψεις στο στήθος σου λίγο χώμα και πολλή φωτιά και να πνίξεις τον καημό και τον πόνο σου, για να κρατήσεις όρθια τα πρόσωπα που θα διαιωνίσουν το παρελθόν σου: Τα παιδιά!”
Αχ, φίλε Γιώργο!
Νίκος Καραβέλος Συγγραφέας Δικηγόρος