Το Χαλικάκη, κατά πώς φαίνεται, θα αποτελέσει πολύ σύντομα πεδίον δόξης λαμπρό είτε για τοπικές πολιτικές διαμάχες και εξελίξεις, είτε για κοινωνικούς αγώνες του λαού της πόλης μας.
Το έρεισμα για τούτη την εκτίμηση είναι αφενός αυτό καθ’ αυτό το διακύβευμα (έγκλημα ιστορικό, πολεοδομικό, οικονομικό και ηθικό), αφετέρου η προκλητική στάση της Δημοτικής Αρχής που ενώ φλυαρεί και δεν λέει τίποτα επί της ουσίας για την “ταμπακιέρα”, σχολιάζει ακροθιγώς το ΜΕΙΖΟΝ αυτό θέμα πετώντας τη μπάλα στην εξέδρα (έσχατη φαεινή ιδέα να κινηθούν νομικά οι κάτοικοι της περιοχής και να βγάλουν οι ίδιοι το φίδι από την τρύπα). Κι όλα μέλι γάλα.
Να αλληθωρίζεις και προς τους καταπατητές της δημόσιας περιουσίας ΤΗΣ ΚΑΤΕΚΤΗΜΕΝΗΣ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ και προς το λαό της πόλης είναι προσφιλής τακτική πολιτικών ανδρών μικρότερων των περιστάσεων και εν πολλοίς λιπόψυχων.
Η γράφουσα και υπογράφουσα αφιερώνει στο Δήμαρχο κ. Ψυρρόπουλο ένα από τα εμβληματικότερα ποιήματα του σπουδαίου λογοτέχνη μας και ποιητή Κώστα Βάρναλη, με την προτροπή να διδαχθεί έστω τώρα κάτι από τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων που δεν δείλιασαν, δεν σκιάχτηκαν, δεν κάμφθηκαν, δεν βολεύτηκαν στιγμή με λιγότερο ουρανό…
“Οι μοιραίοι”…
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές∙
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε κατά γης.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό∙
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό∙
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
– Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
– Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Ρόζα Λούξεμπουργκ η Ηλιουπολίτισσα.