Ο Εχάμπ
Είκοσι τριών χρονών ο Εχάμπ, καταδικασμένος σε δεκαπέντε χρόνια κάθειρξη για επίθεση σε εβραϊκό σπίτι. Είχε καταγωγή από την Χάιφα, έζησε όμως στον προσφυγικό καταυλισμό της Τζενίν, πρόσφυγας μέσα στον ίδιο του τον τόπο. Ο παππούς του είχε χτίσει στην Χάιφα, σε ένα ήσυχο δρομάκι, πολύ κοντά στο λιμάνι, ένα πανέμορφο σπίτι με ασπρόμαυρα πλακάκια.
Μόνος του τα είχε στρώσει, μόνος του είχε βάψει και τα παραθυρόφυλλα μπλε, στο χρώμα της θάλασσας. Στον κήπο του είχε φοίνικες, λωτούς και χουρμαδιές. Δίπλα από την κεντρική είσοδο στον τοίχο σκαρφάλωνε το μυρωδάτο φούλι που είχε φυτέψει με τα χέρια του. Ανέβαινε προς το παράθυρο της κόρης του. «Η ομορφιά με την ομορφιά», έλεγε καμαρώνοντας την κόρη και το λουλούδι με το μεθυστικό άρωμα.
Ήταν όμορφο σπίτι! Ώσπου το 1948 η Χάιφα πέρασε στο Ισραήλ και η οικογένειά του, όπως άλλωστε όλοι οι παλαιστίνιοι κάτοικοί της, εκδιώχτηκαν από τα σπίτια τους, που ζούσαν αιώνες και πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Άλλος εδώ κι άλλος εκεί, χωρίστηκαν, διαλύθηκαν οικογένειες. Η οικογένεια του Εχάμπ κατέληξε στην Τζενίν. Ο ίδιος γνώριζε τη Χάιφα μόνο μέσα από κάτι παλιές φωτογραφίες και κυρίως από τις αφηγήσεις των δικών του.
Ο παππούς του μιλούσε συνέχεια για την πόλη του και κυρίως για το σπίτι του, που το έχασε στη Νάκμπα. Ένιωθε να πνίγεται στην Τζενίν, ένιωθε φυλακισμένος στον καταυλισμό, ξεριζωμένος. Περπατούσε στα λασπωμένα, γύρω από τον καταυλισμό στενά και φαντασιώνονταν μια παραλιακή πόλη και ένα στενό δρομάκι όπου μοσχοβολούσε θαλάσσια αύρα και φούλι. Όταν έχασε τον παππού, με τον οποίο ήταν πολύ δεμένος, κλονίστηκε.
Ο γέρος λίγο πριν πεθάνει παρέδωσε στον πατέρα του ένα ξύλινο κουτί που μέσα είχε τα κλειδιά του σπιτιού στην Χάιφα. «Κράτησέ τα γιε μου, για την επιστροφή στο σπίτι μας», του είπε. Τότε ήταν που αποφάσισε να πάει στη Χάιφα. Δανείστηκε το αυτοκίνητο ενός φίλου του, έβγαλε μέσω γνωριμιών άδεια για να επισκεφτεί την πόλη, επικαλούμενος επίσκεψη σε εβραίο γιατρό και έφυγε.
Η πόλη δεν ήταν όπως την είχε φανταστεί. Ήταν πολύ μεγαλύτερη, πολύ πιο φανταχτερή, φτιασιδωμένη, πολύ πιο «πολύ» σε όλα της. Έπρεπε να ψάξεις προσεχτικά για να ανακαλύψεις την αραβική της καταγωγή και ο Εχάμπ δεν είχε χρόνο. Άλλωστε τι είναι μια πόλη, ένας τόπος, όταν απουσιάζουν από μέσα της οι άνθρωποι που τη δημιούργησαν;
Όταν βρήκε το σπίτι, το αναγνώρισε αμέσως, από τις παλιές φωτογραφίες, κυρίως από τα μπλε παράθυρα και το φούλι που κάλυπτε ολόκληρο τον τοίχο πάνω από την είσοδο. Γλίστρησε με τρόπο στον μεγάλο κήπο, πλησίασε στην αποθήκη και έβαλε φωτιά. «Κλέφτες, ούρλιαξε, αυτό είναι το σπίτι του παππού μου, με τα χέρια του το έφτιαξε για να το γλεντάτε εσείς. Κλέφτες, στάχτη θα το κάνω, δικό μου είναι, του βάζω φωτιά και το καίω». Τον συνέλαβαν, την ώρα που τον έσερναν σαν σακί στο δρόμο, λίγο πριν τον βάλουν στην κλούβα, ένιωσε να τον «χτυπάει» μια ριπή θαλάσσιας αύρας μπλεγμένης με τη μυρωδιά από ένα φούλι. Ακολουθήθηκε η συνηθισμένη διαδικασία. Ξύλο, στην περίπτωσή του ιδιαίτερα άγριο, ανακρίσεις, δίκη και απομόνωση. Τρία χρόνια από τη φυλάκισή του πέθανε. Του είχαν καταστρέψει τα νεφρά από το πολύ ξύλο…
Απόσπασμα από το κείμενο μου με τίτλο: «Μόλις δεκαεπτά χρονών» που δραματοποιήθηκε από την θεατρική ομάδα Πείρα(γ)μα τον Ιούνη του 2019
Το εικαστικό είναι του Faiz Al-Hassani
Τζένη Σιούτη συνταξιούχος εκπαιδευτικός