Η Πορτοπούλα
Δέκα χρόνια παντρεμένη, δέκα χρόνια χωρίς άντρα. Δεν είχαν ούτε μήνα στεφανωμένοι, το κρεβάτι τους ήταν ακόμα ζεστό, όταν αποφάσισε να φύγει για το Μπουκουρέστι. Εκεί θα βρω ψωμί της είπε, θα κάνω τα κουμάντα μου και θα γυρίσω να ζήσουμε σαν άνθρωποι. Ήταν Φθινόπωρο σαν έφυγε, μόλις έσκαγαν οι διώχνες, αυτά τα καταραμένα λούλουδα, τα πλυμένα από το δάκρυ, που φυτρώνουν με τις πρώτες βροχές, θυμίζοντας στον ξενιτεμένο πως είναι ώρα για φευγιό. Κίνησε ο άντρας της με του ήλιου το σκάσιμο, του έβαλε μαζί του μπελτέ κυδώνι, ψωμί, τυρί και λίγο ψητό να ξεγελάσει την πείνα του. Σαπούνι, χτενάκι για τα γένια, γαρύφαλλο, ρακί για φάρμακο και κινίνο, αχρείαστο να ’ναι. Να καλοστρατίσεις και να ΄χεις καλό συναπάντιο, τα τελευταία λόγια που του είπε, πριν τον πάρει ο Ρόβας με το καραβάνι του.
Τα πρώτα χρόνια τής έγραφε πως οι δουλειές του παν καλά, να κάνει λίγο υπομονή. Της έστειλε και κάμποσους παράδες να ΄χει να πορεύεται. Με τον καιρό αραίωσαν τα γράμματα, κόπηκαν κι οι παράδες. Είχαν περάσει πέντε χρόνια και ούτε γράμμα, ούτε φανό από λόγου του. Άρχισαν τα λόγια δεξιά κι αριστερά, πως βρήκε λέει άλλη γυναίκα ξενικιά και πως έκανε φαμίλια. Δεν τους πίστεψε. Κακορίζικος κόσμος έλεγε, με το πικρό στο στόμα, δε χρωστάνε καλή κουβέντα. Περίμενε … και περίμενε…, εν τω μεταξύ έχασε γονείς και πεθερικά και απόμεινε μοναχή της. Και περνούσαν τα χρόνια, πέτρες ασήκωτες ριγμένες πάνω της, ζάλωμα πικρό, αβάσταγο.
Στο χωριό δεν έδωσε δικαίωμα σε κανέναν, δεν ήθελε να την λυπούνται, έδενε τη μπόλια της, έβαζε το καλό της το σεγκούνι, την κεντημένη της μπροστοποδιά και κατέβαινε αγέρωχη στο μεσοχώρι, όταν το καλούσε η ανάγκη. Τη σκλήρυνε η ζωή τη μαύρη, έλεγαν οι συγχωριανοί της, πώς ν΄ αντέξει τέτοια στεναχώρια. Μόνο όταν πήγαινε στα σκαλώματα, εκεί που δεν την έβλεπε ούτε ζωντανός, ούτε αποθαμένος, ξέσπαγε. Την έπιανε το παράπονο, «τίνος χεράκια τον κερνούν και τα δικά μου στέκουν, τίνος ματάκια τον θωρούν και τα δικά μου κλαίνε». Έβαζε τα γουριατά, να τα πάρει το μπουγάζι, η ανεμοσυρμή, να τα πάει μέχρι το Μπουκουρέστι ή την Οντέσα που έμαθε πως τον είδε κάποιος συντοπίτης, «ανάθεμά σε ξενιτιά».
Στο σπίτι της είχε να μπει άνθρωπος κάμποσα χρόνια. Κανέναν δεν ήθελε, ούτε καν τον οβορό της να πατήσουν, μόνο τα παιδιά, σαν έρχονταν για τα κάλαντα, μόνο αυτά δρασκελούσαν την πόρτα της.
Γυρνάει από τα σκαλώματα, τα μάτια θαμπωμένα από το κλάμα, παραπατάει και θα έπεφτε στον γκρέμουρα, αν δεν την έπιαναν τα χέρια του Ομέρ, του γιού του Μουχτάρη. Ένιωσε άβολα όταν αντάμωσαν τα βλέμματά τους, της φάνηκε πως ποτέ κανείς δεν την είχε κοιτάξει έτσι.
Βράδυ Ανάστασης, όλο το χωριό είναι στο πόδι. Όλα τα σπίτια ανοιχτά, τα τραπέζια στρωμένα, οι φαμίλιες, τα σόγια σμιγμένα, οι καρδιές αναστημένες. Ανάβει το καντήλι, σταυροκοπιέται. Κάθεται στο παραγώνι, σιάζει τη φωτιά, στο πρόσωπο αντιφέγγει ένα φως απόκοσμο. «Σ΄χώραμε Χριστέ μου, στην Ανάστασή σου, σ΄ όλη μου τη ζωή δεν πείραξα ούτε μυρμήγκι, το ξέρεις. Το φορτίο μου βαρύ, δέκα χρόνια τώρα το σηκώνω στους πλάτες μου, χωρίς να σου παραπονεθώ. Όμως πονάει το κορμί μου για αγάπη Χριστέ μου, μαράθηκα, μαράζωσα χωρίς ένα γλυκό λόγο, χωρίς ένα χάδι. Εσύ που ΄σαι ο ίδιος αγάπη με καταλαβαίνεις; Τι πάει να πει ρωμιός ή τούρκος Χριστέ μου, άνθρωπος είναι, αγάπη είναι. Αν κάνω λάθος, αν είναι αμαρτία, σου το λέω ξεκάθαρα, κόψε με, να μη ξημερωθώ. Έχω πολλή αγάπη μέσα μου να δώσω. Σ΄χώραμε μεγαλόψυχε, σ΄χώρα με».
Σηκώνεται και πριν πάει στη κάμαρη να πλαγιάσει αφήνει ξεκλείδωτη την πορτοπούλα…
Καλή Ανάσταση στην άρρωστη ανθρωπότητά μας!
Τζένη Σιούτη